sacramentel
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]| γένος | ενικός | πληθυντικός |
|---|---|---|
| αρσενικό | sacramentel | sacramentels |
| θηλυκό | sacramentelle | sacramentelles |
Επίθετο
[επεξεργασία]sacramentel (fr)
- (θρησκεία) σχετικός με ένα μυστήριο
- (μεταφορικά) που μοιάζει με ένα μυστήριο επειδή έχει κάποιον τελετουργικό χαρακτήρα