sacramentel

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό sacramentel sacramentels
θηλυκό sacramentelle sacramentelles

Επίθετο[επεξεργασία]

sacramentel (fr)

  1. (θρησκεία) σχετικός με ένα μυστήριο
  2. (μεταφορικά) που μοιάζει με ένα μυστήριο επειδή έχει κάποιον τελετουργικό χαρακτήρα

Συγγενικές λέξεις[επεξεργασία]