safety
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
safety | safeties |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]safety (en)
- (μη μετρήσιμο) η ασφάλεια, η κατάσταση της προστασίας από κίνδυνο ή βλάβη
- ↪ Pay attention to the safety instructions.
- Δώστε προσοχή στις οδηγίες ασφαλείας.
- ↪ Your personal safety is at stake.
- Κινδυνεύει η προσωπική σου ασφάλεια.
- ↪ Safety first!
- Προπαντός ασφάλεια!
- ↪ Pay attention to the safety instructions.
- (μη μετρήσιμο) η ασφάλεια, κατάσταση που χαρακτηρίζεται από την απουσία κινδύνου
- ↪ He immediately fell asleep in the safety of his mother’s arms.
- Αποκοιμήθηκε αμέσως μέσα στην ασφάλεια της μητρικής αγκαλιάς.
- ↪ For greater safety, lock the main entrance at night.
- Για μεγαλύτερη ασφάλεια να κλειδώνετε το βράδυ την κεντρική είσοδο.
- ↪ The gathering was forbidden for reasons of public safety.
- Η συγκέντρωση απαγορεύτηκε για λόγους δημόσιας ασφάλειας.
- ≈ συνώνυμα: security
- ↪ He immediately fell asleep in the safety of his mother’s arms.
- η ασφάλεια, μια συσκευή που εμποδίζει ένα όπλο να πυροβολήσει ή μια μηχανή να λειτουργήσει κατά λάθος
- ↪ the safety on the rifle - η ασφάλεια του τουφεκιού
- ↪ the safety of a car door’s lock - η ασφάλεια της πόρτας αυτοκινήτου
Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- safety - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 136. ISBN 9780194325684., λήμμα: ασφάλεια