saisie
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
saisie | saisies |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
saisie (fr) θηλυκό
- (νομικός όρος) η δήμευση, η κατάσχεση
ενικός | πληθυντικός |
saisie | saisies |
saisie (fr) θηλυκό