saisissable
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
saisissable | saisissables |
Επίθετο[επεξεργασία]
saisissable (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- που μπορεί να κατασχεθεί
- που μπορεί να γίνει αντιληπτός