saisissable
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
saisissable | saisissables |
Επίθετο
[επεξεργασία]saisissable (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- που μπορεί να κατασχεθεί
- που μπορεί να γίνει αντιληπτός
ενικός | πληθυντικός |
saisissable | saisissables |
saisissable (fr) αρσενικό ή θηλυκό