Μετάβαση στο περιεχόμενο

saisissable

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
saisissable saisissables

Επίθετο

[επεξεργασία]

saisissable (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. που μπορεί να κατασχεθεί
  2. που μπορεί να γίνει αντιληπτός

Αντώνυμα

[επεξεργασία]