saisissement

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

saisissement < saisir

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
saisissement saisissements

saisissement (fr) αρσενικό

  1. (παρωχημένο) η λαβή, το άδραγμα
  2. η μεγάλη εντύπωση, η συγκίνηση