saisissement
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- saisissement < saisir
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
saisissement | saisissements |
saisissement (fr) αρσενικό
- (παρωχημένο) η λαβή, το άδραγμα
- η μεγάλη εντύπωση, η συγκίνηση