saketo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | saketo | saketoj |
αιτιατική | saketon | saketojn |
saketo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | saketo | saketoj |
αιτιατική | saketon | saketojn |
saketo (eo)