salebrosus

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Λατινικά (la)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

salebrosus < salebra + -osus < salebra < salio < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *sel- + *-dʰrom

Επίθετο[επεξεργασία]

salebrosus

Κλίση[επεξεργασία]

ενικός πληθυντικός
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική salebrosus salebrosa salebrosum salebrosī salebrosae salebrosa
γενική salebrosī salebrosae salebrosī salebrosōrum salebrosārum salebrosōrum
δοτική salebrosō salebrosae salebrosō salebrosīs salebrosīs salebrosīs
αιτιατική salebrosum salebrosam salebrosum salebrosōs salebrosās salebrosa
κλητική salebrose salebrosa salebrosum salebrosī salebrosae salebrosa
αφαιρετική salebrosō salebrosā salebrosō salebrosīs salebrosīs salebrosīs
(Επίθετα) (Μετοχές) (Αντωνυμίες) (Γερουνδιακά)

Απόγονοι[επεξεργασία]

salebrosus (λατινικά)

νέα ελληνικά: Σαλαβριάς

Πηγές[επεξεργασία]