Μετάβαση στο περιεχόμενο

saleté

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
saleté saletés

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

saleté (fr) θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]
  •  δείτε τη λέξη sale