Μετάβαση στο περιεχόμενο

sali

Από Βικιλεξικό

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

[επεξεργασία]

sali (io)


Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
sale sali

sali (it)