salique

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
salique saliques

Επίθετο[επεξεργασία]

salique (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  • σχετικός με τους Φράγκους που έμεναν δίπλα στον ποταμό Sala (τον σημερινό Yssel

Εκφράσεις[επεξεργασία]

  • loi salique: σύνολο νόμων που εξαιρούσαν τις γυναίκες από την κληρονομιά γαιών