salique
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
salique | saliques |
Επίθετο
[επεξεργασία]salique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- loi salique: σύνολο νόμων που εξαιρούσαν τις γυναίκες από την κληρονομιά γαιών