salle à manger
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
---|---|
salle à manger | salles à manger |
salle à manger (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
salle à manger | salles à manger |
salle à manger (fr) θηλυκό