salle à manger
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
salle à manger | salles à manger |
salle à manger (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
salle à manger | salles à manger |
salle à manger (fr) θηλυκό