salmo
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- salmo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | salmo | salmoj |
αιτιατική | salmon | salmojn |
salmo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | salmo | salmoj |
αιτιατική | salmon | salmojn |
salmo (eo)