salos

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Λιθουανικά (lt)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

salos (lt)

  • πληθυντικός του sala