salotto

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ιταλικά (it)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

salotto < sal(a) + -otto

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

salotto (it)

  1. σαλόνι, σαλόνι υποδοχής, (σπάνιο: σαλότο)
  2. σαλόνι, σαλόν
    salotto letterario - λογοτεχνικό σαλόνι
  3. (έπιπλο) σειρά, ομάδα επίπλων σαλονιού