salvage

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας salvage
γ΄ ενικό ενεστώτα salvages
αόριστος salvaged
παθητική μετοχή salvaged
ενεργητική μετοχή salvaging

Ρήμα[επεξεργασία]

salvage (en)

  • διασώζω ένα πλοίο που έχει υποστεί μεγάλη ζημιά κτλ. από το να χαθεί τελείως· διασώζω εξαρτήματα ή περιουσία από κατεστραμμένο πλοίο ή από πυρκαγιά κτλ.
    These are the only things we salvaged from the fire/from the shipwreck.
    Αυτά είναι τα μόνα πράγματα που διασώσουμε από τη φωτιά/από το ναυάγιο.

Πηγές[επεξεργασία]