Μετάβαση στο περιεχόμενο

salyangoz

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
salyangoz < (άμεσο δάνειο) νέα ελληνική σάλιαγκας

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

salyangoz (tr)