samiczka
Εμφάνιση
Πολωνικά (pl)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]samiczka (pl) < υποκοριστικό του samica
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]samiczka (pl) θηλυκό
- μικρό θηλυκό ζώου
samiczka (pl) < υποκοριστικό του samica
samiczka (pl) θηλυκό