samkiel
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
samkiel (eo)
- por tiuj, kiuj samkiel mi, hezitas..., γι' αυτούς που, σαν κι εμένα, διστάζουν...
samkiel (eo)