samlandano
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | samlandano | samlandanoj |
αιτιατική | samlandanon | samlandanojn |
samlandano (eo)
- ο συμπατριώτης, που κατοικεί στην ίδια χώρα