samseksema
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | samseksema | samseksemaj |
αιτιατική | samsekseman | samseksemajn |
samseksema (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | samseksema | samseksemaj |
αιτιατική | samsekseman | samseksemajn |
samseksema (eo)