Μετάβαση στο περιεχόμενο

sanctify

Από Βικιλεξικό
ενεστώτας sanctify
γ΄ ενικό ενεστώτα sanctifies
αόριστος sanctified
παθητική μετοχή sanctified
ενεργητική μετοχή sanctifying

sanctify (en)