sandbox
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
sandbox | sandboxes |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]sandbox (en)
- η αμμοδόχος, το αμμοδοχείο
- ⮡ playground sandboxes - αμμοδόχοι παιδικής χαράς
- (πληροφορική) απομονωμένο υπολογιστικό περιβάλλον όπου ένα πρόγραμμα εκτελείται χωρίς να έχει πρόσβαση σε ολόκληρο τον υπολογιστή για λόγους ασφαλείας και δοκιμών
- ※ Web applications run in a sandbox environment to prevent malicious scripts from infecting a visitor’s computer.
- Οι εφαρμογές Ιστού εκτελούνται σε απομονωμένο περιβάλλον για να αποτραπεί η μόλυνση του υπολογιστή ενός επισκέπτη από κακόβουλο λογισμικό.
- ※ Web applications run in a sandbox environment to prevent malicious scripts from infecting a visitor’s computer.