Μετάβαση στο περιεχόμενο

sandbox

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
sandbox sandboxes

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
sandbox < sand + box

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈsændbɒks/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

sandbox (en)

  1. η αμμοδόχος, το αμμοδοχείο
      playground sandboxes - αμμοδόχοι παιδικής χαράς
  2. (πληροφορική) απομονωμένο υπολογιστικό περιβάλλον όπου ένα πρόγραμμα εκτελείται χωρίς να έχει πρόσβαση σε ολόκληρο τον υπολογιστή για λόγους ασφαλείας και δοκιμών
      Web applications run in a sandbox environment to prevent malicious scripts from infecting a visitor’s computer.
    Οι εφαρμογές Ιστού εκτελούνται σε απομονωμένο περιβάλλον για να αποτραπεί η μόλυνση του υπολογιστή ενός επισκέπτη από κακόβουλο λογισμικό.