sandwich
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
sandwich (en)
- το σάντουιτς
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- sandwich < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
sandwich | sandwichs |
sandwich (fr) αρσενικό
- το σάντουιτς
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- en sandwich - (οικείο) κλεισμένος ανάμεσα σε δύο πράγματα ή πρόσωπα
Συγγενικά[επεξεργασία]
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
sandwich (it)
- (γαστρονομία) το σάντουιτς