sang-froid
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
sang-froid (fr) αρσενικό άκλιτο
- il sait garder son sang-froid - ξέρει να διατηρεί την ψυχραιμία του
- il a perdu son sang-froid - έχασε την ψυχραιμία του
Συνώνυμα[επεξεργασία]
- aplomb
- assurance
- calme
- confiance
- fermeté
- flegme
- hardiesse
- impassibilité
- maîtrise de soi
- self-control
- stoïcisme
- sûreté