sanglotement
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /sɑ̃.ɡlɔt.mɑ̃/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
sanglotement | sanglotements |
sanglotement (fr) αρσενικό