sanitaire
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
sanitaire | sanitaires |
Επίθετο[επεξεργασία]
sanitaire (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- σχετικός με την υγιεινή, υγειονομικός
ενικός | πληθυντικός |
sanitaire | sanitaires |
sanitaire (fr) αρσενικό ή θηλυκό