sankta
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | sankta | sanktaj |
αιτιατική | sanktan | sanktajn |
sankta (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | sankta | sanktaj |
αιτιατική | sanktan | sanktajn |
sankta (eo)