sanktejo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | sanktejo | sanktejoj |
αιτιατική | sanktejon | sanktejojn |
sanktejo (eo)
- ιερό, ιερός τόπος