sapato

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Πορτογαλικά (pt)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ενικός πληθυντικός
sapato sapatos

sapato (pt) αρσενικό

Εκφράσεις[επεξεργασία]

  • sapatos de ténis - παπούτσια γυμναστικής