saray

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

saray (az)

  1. το παλάτι

Άλλες γραφές

[επεξεργασία]

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
saray < (άμεσο δάνειο) περσική سرای (sarây, μέγαρο)[1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /sɑˈɾɑj/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

saray (tr)

  1. το παλάτι, ανάκτορο
    Dolmabahçe Sarayı - Το Ανάκτορο Ντολμάμπαχτσε
  2. το μέγαρο
    İstanbul Çağlayan Adalet Sarayı - Το Δικαστικό Μέγαρο Τσάλαγιαν της Κωνσταντινούπολης

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. saray - μονόγλωσσο τουρκικό Ετυμολογικό Λεξικό «Türkçe Etimolojik Sözlük» (2002) του Σεβάν Νισανιάν