sarcophage
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- sarcophage < λατινική sarcophagus < αρχαία ελληνική σαρκοφάγος
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
sarcophage | sarcophages |
sarcophage (fr) αρσενικό
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
sarcophage | sarcophages |
sarcophage (fr) θηλυκό
- (ζωολογία) είδος μύγας που γεννά τα αυγά της σε οργανισμούς που βρίσκονται σε κατάσταση αποσύνθεσης