Μετάβαση στο περιεχόμενο

sarcophage

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
sarcophage < λατινική sarcophagus < αρχαία ελληνική σαρκοφάγος

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /saʁkɔfaʒ/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
sarcophage sarcophages

sarcophage (fr) αρσενικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
sarcophage sarcophages

sarcophage (fr) θηλυκό