sardinier

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

sardinier < sardine

Επίθετο[επεξεργασία]

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό sardinier sardiniers
θηλυκό sardinière sardinières

sardinier (fr)

  1. σχετικός με τις σαρδέλες

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό sardinier sardiniers
θηλυκό sardinière sardinières

sardinier (fr)

  1. ψαράς σαρδέλων
  2. εργάτης που ετοιμάζει τις σαρδέλες

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
sardinier sardiniers

sardinier (fr) αρσενικό

  1. πλοίο ειδικευμένο στο ψάρεμα της σαρδέλας