sardinier
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- sardinier < sardine
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | sardinier | sardiniers |
θηλυκό | sardinière | sardinières |
sardinier (fr)
- σχετικός με τις σαρδέλες
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | sardinier | sardiniers |
θηλυκό | sardinière | sardinières |
sardinier (fr)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
sardinier | sardiniers |
sardinier (fr) αρσενικό