sarnıç
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Τουρκικά (tr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- sarnıç < (άμεσο δάνειο) αραβική صهريج (ṣihrīj / ṣahrīj) < μέση περσική[1]
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ↷ νέα ελληνικά: Σαρίντζι (τοπωνύμιο)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
sarnıç (tr)
[επεξεργασία]
- ↑ sarnıç - μονόγλωσσο τουρκικό Ετυμολογικό Λεξικό «Türkçe Etimolojik Sözlük» (2002) του Σεβάν Νισανιάν → λείπει η μετάφραση