sarto

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
sarto < λατινική sartor - sartoris (κόρη του sartus), παθητική μετοχή του sarcire.

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

sarto (it)