satanique

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /sa.ta.nik/

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
satanique sataniques

satanique (fr) αρσενικό ή θηλυκό