satiate
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | satiate |
γ΄ ενικό ενεστώτα | satiates |
αόριστος | satiated |
παθητική μετοχή | satiated |
ενεργητική μετοχή | satiating |
ενεστώτας | satiate |
γ΄ ενικό ενεστώτα | satiates |
αόριστος | satiated |
παθητική μετοχή | satiated |
ενεργητική μετοχή | satiating |