satiate
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | satiate |
γ΄ ενικό ενεστώτα | satiates |
αόριστος | satiated |
παθητική μετοχή | satiated |
ενεργητική μετοχή | satiating |
Ρήμα
[επεξεργασία]satiate (en) (επίσημο, συνήθως στην παθητική φωνή)
- μπουχτίζω, χορταίνω, κορεννύω, ικανοποιώ πλήρως και δε θέλω άλλο
- ↪ I have been satiated with food/drink.
- Έχω μπουχτίσει το φαΐ/το πιοτό.
- ↪ My appetite is satiated.
- Χορταίνω την όρεξη μου.
- ↪ He satiated his thirst.
- Κόρεσε τη δίψα του.
- ↪ I have been satiated with food/drink.