satiné
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- satiné < satin
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | satiné | satinés |
θηλυκό | satinée | satinées |
satiné (fr)
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη satin