satirique

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /sa.ti.ʁik/

Επίθετο[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
satirique satiriques

satirique (fr) αρσενικό ή θηλυκό