satisfactoire
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
satisfactoire | satisfactoires |
Επίθετο[επεξεργασία]
satisfactoire (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- (θρησκεία) (για αμαρτήματα) επανορθωτικός, αντισταθμιστικός