satisfactorily
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | satisfactorily |
συγκριτικός | more satisfactorily |
υπερθετικός | most satisfactorily |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- satisfactorily < satisfactory + -ly
Επίρρημα
[επεξεργασία]satisfactorily (en)
- ικανοποιητικά
- ↪ I carried out my duties satisfactorily.
- Ανταπεξήλθα στα καθήκοντά μου, ικανοποιητικά.
- ↪ I carried out my duties satisfactorily.