saturé
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]| γένος | ενικός | πληθυντικός |
|---|---|---|
| αρσενικό | saturé | saturés |
| θηλυκό | saturée | saturées |
saturé (fr)
| γένος | ενικός | πληθυντικός |
|---|---|---|
| αρσενικό | saturé | saturés |
| θηλυκό | saturée | saturées |
saturé (fr)