saule pleureur
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Πολυλεκτικός όρος
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
---|---|
saule pleureur | saules pleureurs |
saule pleureur (fr) αρσενικό
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
saule pleureur | saules pleureurs |
saule pleureur (fr) αρσενικό