sauroctone
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
sauroctone | sauroctones |
Επίθετο[επεξεργασία]
sauroctone (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- που σκοτώνει δράκους
Άλλες γραφές[επεξεργασία]
- saurochtone (συνηθισμένη αλλά λανθασμένη γραφή)