saut

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

saut < λατινική saltus

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /so/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
saut sauts

saut (fr)

Συγγενικά

[επεξεργασία]