sautillant
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- sautillant < sautiller
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | sautillant | sautillants |
θηλυκό | sautillante | sautillantes |
sautillant (fr)
- χοροπηδηχτός
- (μεταφορικά) σπασμωδικός (λέγεται για το ύφος ενός έργου)