sauvetage
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
sauvetage | sauvetages |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
sauvetage (fr) αρσενικό
- η σωτηρία
ενικός | πληθυντικός |
sauvetage | sauvetages |
sauvetage (fr) αρσενικό