savant
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | savant | savants |
θηλυκό | savante | savantes |
savant (fr) αρσενικό
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | savant | savants |
θηλυκό | savante | savantes |
savant (fr) αρσενικό