save

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας save
γ΄ ενικό ενεστώτα saves
αόριστος saved
παθητική μετοχή saved
ενεργητική μετοχή saving

Ρήμα[επεξεργασία]

save (en)

  1. σώζω
  2. εξοικονομώ
    There are ways to save money at the end of the month.
    Υπάρχουν τρόποι να εξοικονομήσετε χρήματα στο τέλος του μήνα.
  3. (πληροφορική) αποθηκεύω στον υπολογιστή (για να σώσω ένα κείμενο)
     συνώνυμα: persist (για δεδομένα)