save
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | save |
γ΄ ενικό ενεστώτα | saves |
αόριστος | saved |
παθητική μετοχή | saved |
ενεργητική μετοχή | saving |
Ρήμα[επεξεργασία]
save (en)
- σώζω
- εξοικονομώ
- ↪ There are ways to save money at the end of the month.
- Υπάρχουν τρόποι να εξοικονομήσετε χρήματα στο τέλος του μήνα.
- ↪ There are ways to save money at the end of the month.
- (πληροφορική) αποθηκεύω στον υπολογιστή (για να σώσω ένα κείμενο)