save

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας save
γ΄ ενικό ενεστώτα saves
αόριστος saved
παθητική μετοχή saved
ενεργητική μετοχή saving

Ρήμα[επεξεργασία]

save (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) σώζω, προστατεύω κάποιον ή κάτι από θάνατο, βλάβη, απώλεια κτλ.
    I save somebody’s life.
    Σώζω τη ζωή κάποιου.
    Jesus came into the world to save man from sin.
    Ο Ιησούς ήρθε στον κόσμο να σώσει τον άνθρωπο από την αμαρτία.
    How many were saved?
    Πόσοι σώθηκαν;
    The doctor saved his leg.
    Ο γιατρός του έσωσε το πόδι.
    Who will save him from himself?
    Ποιος θα τον σώσει από τον εαυτό του;
  2. (μεταβατικό και αμετάβατο) εξοικονομώ, κρατώ χρήματα αντί να τα ξοδεύω, ειδικά για να αγοράσω ένα συγκεκριμένο πράγμα
    There are ways to save money at the end of the month.
    Υπάρχουν τρόποι να εξοικονομήσετε χρήματα στο τέλος του μήνα.
     συνώνυμα:  put aside και put away
  3. (μεταβατικό και αμετάβατο) εξοικονομώ, αποφεύγω να σπαταλήσω κάτι ή να χρησιμοποιήσω περισσότερα από όσα χρειάζεται
    a runner who saves his strength to last until the end - δρομέας που εξοικονομεί τις δυνάμεις του για να αντέξει ως το τέλος
  4. (μεταβατικό) εξοικονομώ, κρατώ κάτι για να χρησιμοποιήσω ή να απολαύσω στο μέλλον ή για να το χρησιμοποιήσει κάποιος άλλος
    Make sure you save a ticket for me too.
    Kοίτα να εξοικονομήσεις και για μένα ένα εισιτήριο.
  5. (μεταβατικό & αμετάβατο, πληροφορική) αποθηκεύω στον υπολογιστή (για να σώσω ένα κείμενο)
     συνώνυμα: persist (για δεδομένα)
  6. (μεταβατικό) απαλλάσσω, βγάζω, αποφεύγω να κάνω κάτι δύσκολο ή δυσάρεστο ή τον βοηθώ κάποιον να αποφύγει να κάνει κάτι δύσκολο ή δυσάρεστο
    You saved me a lot of trouble.
    Με απάλλαξες από πολλή φασαρία/πολύ κόπο.
    You’ll save coming here every day.
    Θ' απαλλαγείς από το να έρχεσαι εδώ κάθε μέρα.
    That will save me from having to go.
    Αυτό θα με απαλλάξει από το να πάω.
    I save somebody a lot of trouble/a lot of expense.
    Βγάζω κάποιον από πολύ κόπο/από πολλά έξοδα.
     συνώνυμα: spare

Πηγές[επεξεργασία]