Μετάβαση στο περιεχόμενο

saveur

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
saveur saveurs

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
saveur < λατινική sapor

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /sa.vœʁ/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

saveur (fr)