savoyard
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- savoyard < Savoie
Επίθετο
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | savoyard | savoyards |
θηλυκό | savoyarde | savoyardes |
savoyard (fr)
- σχετικός με τη Σαβοΐα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]savoyard (fr) αρσενικό